ὁ ἄριστος ἐν ἀνθρώποις ὄρτυξ → the best quail in the world
τρισευκλεής: -ές, πάνυ εὐκλεής, τρισένδοξος, Θεόδ. Πρόδρ. ἐν Notitt. Mss. τόμ. 8, μέρ. 2, σελ. 163.
-ές, ΝΜτρισένδοξος.[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + εὐκλεής «ένδοξος»].