τρισευκλεής
From LSJ
Κέρδος πονηρὸν ζημίαν ἀεὶ φέρει → Quaestus iniquos damna consequi solent → Unehrlicher Gewinn trägt immer Strafe ein
Greek (Liddell-Scott)
τρισευκλεής: -ές, πάνυ εὐκλεής, τρισένδοξος, Θεόδ. Πρόδρ. ἐν Notitt. Mss. τόμ. 8, μέρ. 2, σελ. 163.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜ
τρισένδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + εὐκλεής «ένδοξος»].