υπολογιστικός

From LSJ
Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υπολογισμό ή στον υπολογιστή
2. το αρσ. ως ουσ. ο υπολογιστικός
μτφ. (για πρόσ.) ιδιοτελής, υστερόβουλος
3. φρ. «υπολογιστική μηχανή» — ο υπολογιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπολογιστής. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1875 στο περιοδικό Όμηρος].