τεταρτορρόμβιο

From LSJ
Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source

Greek Monolingual

το, Ν
ναυτ. καθένα από τα τεταρτημόρια στα οποία υποδιαιρείται καθένας από τους 32 ρόμβους του ανεμολογίου ναυτικής πυξίδας και αντιστοιχεί με τόξο 2° 48' 45", αλλ. τέταρτο, κν. καρτίνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέταρτο(ν) + ρόμβος + -ιον. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].