χάπι
From LSJ
Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang
το, Ν
1. καταπότιο
2. (ειδικά) κοινή ονομασία για τα γυναικεία αντισυλληπτικά
3. μτφ. χάχας, βλάκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hap].