Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζειν → explain Homer from Homer, explain Homer with Homer
-ές, ΜΑαυτός που έχει εύκαμπτα, ευλύγιστα σκέλη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -σκελής (<σκέλος), πρβλ. μακρο-σκελής].