υγροσκελής

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
αυτός που έχει εύκαμπτα, ευλύγιστα σκέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -σκελής (<σκέλος), πρβλ. μακροσκελής].