υπερβολικός

From LSJ
Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑπερβολικός, -ή, -όν, ΝΜΑ υπερβολή
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπερβολή, αυτός που περιέχει υπερβολή (α. «έχει πάντα υπερβολικές αξιώσεις» β. «δοκούσης δὲ τῆς εὐχαριστίας ὑπερβολικῆς γενέσθαι», Πολ.)
νεοελλ.
1. αυτός που υπερβαίνει το συνηθισμένο ή το ανεκτό όριο («υπερβολική ζέστη»)
2. (για πρόσ.) αυτός που υπερβάλλει, που μεγαλοποιεί τα πράγματα («είναι πάντοτε υπερβολικός στις κρίσεις του»)
3. μαθημ. αυτός που έχει σχήμα ή μορφή υπερβολής
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ ὑπερβολική
η υπερβολή, η επιτήδευση.
επίρρ...
υπερβολικώς / ὑπερβολικῶς ΝΜΑ, και υπερβολικά Ν
με υπερβολή, πέρα από τα συνήθη ή τα κανονικά μέτρα.