υαλίτιδα

From LSJ
Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt

Menander, Monostichoi, 130

Greek Monolingual

η / ὑαλῑτις, -ίτιδος, ΝΑ, και ὑελῑτις Α
νεοελλ.
ιατρ. υαλοειδίτιδα
αρχ.
ύλη κατάλληλη για την παρασκευή υάλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος / ὕελος + κατάλ. -ῖτις /-ίτιδα].