υαλίτιδα
From LSJ
Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt
Greek Monolingual
η / ὑαλῑτις, -ίτιδος, ΝΑ, και ὑελῑτις Α
νεοελλ.
ιατρ. υαλοειδίτιδα
αρχ.
ύλη κατάλληλη για την παρασκευή υάλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος / ὕελος + κατάλ. -ῖτις /-ίτιδα].