τελώνιο
αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me
Greek Monolingual
το / τελώνιον, ΝΜΑ
νεοελλ.-μσν.
δαιμόνιο, στοιχειό, αερικό, πονηρό πνεύμα (α. «σαν το τελώνιο το παμπόνηρο του μύθου», Ζερβ.
β. «ἀναφερόμενοι εὐρίσκουσι τελώνια φυλάττοντα... τὴν άνοδον», Αμάρτ. Γ.)
νεοελλ.
στον πληθ. τα τελώνια
ναυτ. τα φώτα τών Διοσκούρων, δηλαδή φωσφορίζον πυρ που εμφανίζεται σε περίπτωση θύελλας στα άκρα τών ιστών και τών κεραιών
αρχ.
1. ο τόπος όπου πληρώνονται τα τέλη, τελωνείο
2. ο τελωνειακός δασμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τελώνης. Η νεοελλ.-μσν. σημ. της λ. «δαιμόνιο, στοιχειό» προέρχεται από λαογραφικές δοξασίες για την ύπαρξη πονηρών πνευμάτων μεταξύ ουρανού και γης που ζητούν λόγο από τις ψυχές τών νεκρών και συνάπτουν έριδες με τους αγγέλους που συνοδεύουν τις ψυχές].