Τυχίος
English (LSJ)
ὁ, masc. pr. n. Maker (from τεύχω, for he made shields), Il.7.220.
Greek (Liddell-Scott)
Τῠχίος: ὁ, ἀρσ. κύριον ὄνομα, ὁ ποιῶν, κατασκευάζων τι (ἐκ τοῦ τεύχω, διότι κατασκεύαζεν ἀσπίδας, σάκος... χάλκεον ἑπταβόειον, ὃ οἱ Τυχίος κάμε τεύχων Ἰλ. Η. 220).
English (Autenrieth)
a Boeotian from Hyle, the maker (τεύχω) of Ajax's shield, Il. 7.220†.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(συν. ως κύριο όν.) αυτός που κατασκευάζει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τυχ- τών τυγχάνω / τεύχω + επίθημα -ιος].