Τυχίος

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Τῠχίος Medium diacritics: Τυχίος Low diacritics: Τυχίος Capitals: ΤΥΧΙΟΣ
Transliteration A: Tychíos Transliteration B: Tychios Transliteration C: Tychios Beta Code: *tuxi/os

English (LSJ)

ὁ, masc. pr. n. Maker (from τεύχω, for he made shields), Il.7.220.

Russian (Dvoretsky)

Τῠχίος:Тихий (беотийский мастер) Hom.

Greek (Liddell-Scott)

Τῠχίος: ὁ, ἀρσ. κύριον ὄνομα, ὁ ποιῶν, κατασκευάζων τι (ἐκ τοῦ τεύχω, διότι κατασκεύαζεν ἀσπίδας, σάκος... χάλκεον ἑπταβόειον, ὃ οἱ Τυχίος κάμε τεύχων Ἰλ. Η. 220).

English (Autenrieth)

a Boeotian from Hyle, the maker (τεύχω) of Ajax's shield, Il. 7.220†.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(συν. ως κύριο όν.) αυτός που κατασκευάζει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < θ. τυχ- τών τυγχάνω / τεύχω + επίθημα -ιος].