οὑδείς ἐλεύθερος ἐαυτοῦ μή κρατῶν → no one is free if he cannot command himself
[Seite 1364] ό, dor. u. att. = χορηγός, w. m. s.
dor. c. χορηγός.
ὁ, Α(δωρ. τ.) βλ. χορηγός.