τσίχλα

From LSJ
Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab

Menander, Monostichoi, 152

Greek Monolingual

(I)
η, Ν
ζωολ. κοινή ονομασία αρκετών στρουθιόμορφων πτηνών του γένους turdus της οικογένειας turdidae ή muscicapidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κίχλη με τσιτακισμό].———————— (II)
η, Ν
(τροφ. τεχνολ.) βλ. τσίκλα.