υποξία

From LSJ
Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. μείωση της περιεκτικότητας τών ιστών σε οξυγόνο, η οποία είναι πρόδρομο στάδιο της ανοξίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypoxia < υπ(ο)- + οξ(υ)- + κατάλ. -ία].