υποξία

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. μείωση της περιεκτικότητας τών ιστών σε οξυγόνο, η οποία είναι πρόδρομο στάδιο της ανοξίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypoxia < υπ(ο)- + οξ(υ)- + κατάλ. -ία].