τραπεζάριον
From LSJ
ἀρετὰ γὰρ ἐπαινεομένα δένδρον ὣς ἀέξεται → for virtue that is praised grows like a tree, praised virtue will grow like a tree
Greek Monolingual
τὸ, Μ
αίθουσα εστιάσεως, τραπεζαρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. βιβλι-άριον)].