τραπεζάριον

From LSJ

οὐκ ἔστι λύπης ἄλγημα μεῖζον → there is no greater pain than grief

Source

Greek Monolingual

τὸ, Μ
αίθουσα εστιάσεως, τραπεζαρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. βιβλιάριον)].