τραπεζάριον

From LSJ

Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt

Menander, Monostichoi, 510

Greek Monolingual

τὸ, Μ
αίθουσα εστιάσεως, τραπεζαρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. βιβλιάριον)].