οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
και, παλ. τ., φέρρυμπωτ και φέρρυμποτ, το, Νάκλ. ναυτ. οχηματαγωγό.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. ferryboat < ferry «πορθμείο» + boat «βάρκα»].