Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
[Seite 1260] ες, leuchtend, glänzend, hell, Sp.
φεγγώδης: -ες, (εἶδος) λαμπρός, λάμπων, φέγγων, ἀκτινοβόλος, φεγγώδης Ἰησοῦς, καὶ τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 720Α.
-ῶδες, Α φέγγος
αυτός που φέγγει, που λάμπει.