χιλιάρικο
From LSJ
ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)
Greek Monolingual
το, Ν
χαρτονόμισμα χιλίων δραχμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιασακοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. χιλιάρικος].