τιμολόγιο

From LSJ
Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Philostratus, Life of Apollonius of Tyana, VIII, 7

Greek Monolingual

το, Ν
1. πίνακας τιμών τών διαφόρων προϊόντων και υπηρεσιών μιας επιχείρησης, αλλ. τιμοκατάλογος
2. εμπορικό έγγραφο που περιέχει τους όρους πώλησης εμπορευμάτων ή παροχής υπηρεσιών, την τιμή, την ποσότητα και την ποιότητα τών ειδών, την ημερομηνία και το μέσο φόρτωσης καθώς και διάφορες άλλες πληροφορίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + -λόγιο (πρβλ. ημερο-λόγιο). Η λ., στον λόγιο τ. τιμολόγιον, μαρτυρείται από το 1856 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Σκ. Βυζαντίου].