τιμολόγιο

From LSJ

Greek Monolingual

το, Ν
1. πίνακας τιμών τών διαφόρων προϊόντων και υπηρεσιών μιας επιχείρησης, αλλ. τιμοκατάλογος
2. εμπορικό έγγραφο που περιέχει τους όρους πώλησης εμπορευμάτων ή παροχής υπηρεσιών, την τιμή, την ποσότητα και την ποιότητα τών ειδών, την ημερομηνία και το μέσο φόρτωσης καθώς και διάφορες άλλες πληροφορίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + -λόγιο (πρβλ. ημερολόγιο). Η λ., στον λόγιο τ. τιμολόγιον, μαρτυρείται από το 1856 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Σκ. Βυζαντίου].