διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
ο, Ναυτός που του αρέσουν τα ταξίδια ή αυτός που ταξιδεύει συχνά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταξίδι + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. παιχνιδ-ιάρης)].