ταυρομέτωπος

Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

English (LSJ)

ον,

   A bull-faced, Orph.H.45.1.

German (Pape)

[Seite 1074] mit der Stirn od. dem Angesicht eines Stiers, Orph. H. 44, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ταυρομέτωπος: -ον, ὁ ἔχων μέτωπονπρόσωπον ταύρου, Ὀρφ. Ὕμν. 44. 1.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ως προσωνυμία του Βάκχου) αυτός που έχει μέτωπο ή πρόσωπο ταύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -μέτωπος (< μέτωπον), πρβλ. λευκο-μέτωπος].