τσίμα

From LSJ
Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

η, Ν
(συν. στην φρ.) «τσίμα - τσίμα»
i) άκρη άκρη
ii) με πολλή δυσκολία, μόλις και μετά βίας («τά φέρνουμε τσίμα-τσίμα» — ζούμε πολύ στενόχωρα, μόλις και εξοικονομούμε τα αναγκαία)
iii) (σχετικά με γεμάτο σκεύος)
ώς τα χείλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cima «κορυφή, άκρα» < λατ. cyma < κύμα].