τσίμα

From LSJ

κατ' ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώςpeople are always ready to blame the rulers, people are against authority, people were fond of anything by which they could call authority in question

Source

Greek Monolingual

η, Ν
(συν. στην φρ.) «τσίμα - τσίμα»
i) άκρη άκρη
ii) με πολλή δυσκολία, μόλις και μετά βίας («τά φέρνουμε τσίμα-τσίμα» — ζούμε πολύ στενόχωρα, μόλις και εξοικονομούμε τα αναγκαία)
iii) (σχετικά με γεμάτο σκεύος)
ώς τα χείλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cima «κορυφή, άκρα» < λατ. cyma < κύμα].