στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
και τζίντζυφο και τζίτζυφο, το, Νβοτ. ο καρπός τή τζιτζιφιάς.[ΕΤΥΜΟΛ. Νεοελλ. τ. του αρχ. ζίζυφον].