φυρτός

From LSJ
Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219

German (Pape)

[Seite 1316] adj. verb. von φύρω, gemischt, geknetet, beschmutzt, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

φυρτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., συμπεφυρμένος, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 773Α. Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
συμπεφυρμένος, ανακατεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύρω + κατάλ. -τος τών ρηματ. επιθ. Ο τ. απαντά μόνο ως β' συνθετικό λ. (πρβλ. αἱμό-φυρτος, μελί-φυρτος), καθώς και στον τ. του Ησύχ. φυρτοῖσιν·...συμπεφυρμένοις].