τεκτόνα

From LSJ
Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

η, Ν
βοτ. επιστημονική ονομασία του γένους τών δένδρων από τα οποία παραλαμβάνεται το ξύλο τηκ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tectona πιθ. < τέκτων, -ονος, λόγω του ότι το ξύλο του χρησιμοποιείται στην ξυλουργική].