τάμα

From LSJ
Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst

Menander, Monostichoi, 142

Greek Monolingual

το, Ν
1. υπόσχεση αφιέρωσης στον Θεό ή σε άγιο σε ανταπόδοση ζητούμενης χάρης, τάξιμο
2. συνεκδ. ανάθημα, αφιέρωμα, προσφορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάγμα < τάσσω (πρβλ. πράμα: πράγμα)].