ἀναπλασμὸς ἐκ ματαίων ἐλπίδων → building of castles in the air
-έω, Ααγωνίζομαι με κάποιον σε αθλητικό αγώνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -μαχῶ (< -μαχος < μάχομαι), πρβλ. θηριομαχώ].