Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrum → Gewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht
η / τύψις, -εως, ΝΜΑ τύπτω
πληγή, πλήγμα
νεοελλ.
συν. στον πληθ. οι τύψεις
ο έλεγχος της συνείδησης («έχω τύψεις για το κακό που του έκανα»).