τύψη

From LSJ

εἶκε θυμοῦ καὶ μετάστασιν δίδου → retreat from your anger and allow yourself to change

Source

Greek Monolingual

η / τύψις, -εως, ΝΜΑ τύπτω
πληγή, πλήγμα
νεοελλ.
συν. στον πληθ. οι τύψεις
ο έλεγχος της συνείδησης («έχω τύψεις για το κακό που του έκανα»).