υστεραλγής

From LSJ
Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γλῶσσα πολλῶν ἐστιν αἰτία κακῶν → Malis initium lingua permultis dedit → Die Zunge ist vielfachen Leides Ursache

Menander, Monostichoi, 220

Greek Monolingual

-ές / ὑοτεραλγής, -ές, ΝΜΑ
αυτός που έχει ή προκαλεί πόνους στην υστέρα, δηλαδή στη μήτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑστέρα «μήτρα» + -αλγής (< ἄλγος), πρβλ. κεφαλ-αλγής].