ὑπερπλήρης
From LSJ
English (LSJ)
ες,
A overfull, Plot.5.2.1, Jul.Or.4.140b, Procl.Inst. 131, Dam.Pr.307, etc.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερπλήρης: -ες, πληρέστατος, Πλωτῖν. 5. 2, 1. Πρόκλ. κλπ. Ἐπίρρ., -ρως, Λειτουργία Ἰακώβου σ. 3Β.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
trop plein, tout rempli ou couvert de.
Étymologie: ὑπέρ, πλήρης.
Greek Monolingual
-ες / ὑπερπλήρης, -ῆρες, ΝΜΑ πλήρης
εντελώς πλήρης, ξέχειλος.
επίρρ...
υπερπλήρως / ὑπερπλήρως ΝΜΑ
υπέρμετρα, υπερβολικά.