καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)
χᾰριτόστεπτος: -ον, ὁ διὰ χαρίτων ἐστεμμένος, ἡ χαριτόστεπτος καὶ θεία Πουλχερία Κ. Μανασσ. Χρον. 2711.
-ον, Μ(για γυναίκα) χαριτοστόλιστη.[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + στεπτός (< στέφω), πρβλ. ἐριό-στεπτος, πιτύ-στεπτος].