-ον, Α1. αυτός που περιέχει σίδηρο, αναμεμιγμένος με σίδηρο («ἐάν τε σφέτερος ἔκγονος ὑπόχαλκος ἢ ὑποσίδηρος γένηται», Πλάτ.)2. πιθ. καλυμμένος με σίδηρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + σίδηρος (πρβλ. περι-σίδηρος)].