χειρωτικός

From LSJ
Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειρωτικός Medium diacritics: χειρωτικός Low diacritics: χειρωτικός Capitals: ΧΕΙΡΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: cheirōtikós Transliteration B: cheirōtikos Transliteration C: cheirotikos Beta Code: xeirwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A apt at conquering or subduing, Pl.Sph.219d: ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of subduing, ib.221b.

German (Pape)

[Seite 1348] zum Ueberwältigen, Bezwingen gehörig, geschickt, Plat. Soph. 219 d 231 b u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χειρωτικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος εἰς τὸ χειροῦσθα, ὑποτάσσειν, τὸ λοιπὸν ἢ κατ’ ἔργα ἢ κατὰ λόγους χειρούμενον ξύμπαν χειρωτικὸν ἂν εἴη Πλάτ. Πολιτικ. 219D· χειρωτικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ ἐξημεροῦν, τιθασσεύειν, αὐτόθι 223β, πρβλ. 221Β.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α [χειρῶ (II)]
1. ικανός στο να υποτάσσει
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ χειρωτική
η τέχνη της εξημέρωσης.