ὑγρόμορφος

From LSJ
Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die

Source

German (Pape)

[Seite 1171] von flüssiger Gestalt, Nonn. D. 36, 87.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑγρόμορφος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει υγρή μορφή
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει μαλακή, τρυφερή μορφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ομοιό-μορφος].