ὑγρόμορφος
From LSJ
παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die
German (Pape)
[Seite 1171] von flüssiger Gestalt, Nonn. D. 36, 87.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑγρόμορφος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει υγρή μορφή
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει μαλακή, τρυφερή μορφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ομοιό-μορφος].