νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face
-ές, Ααυτός που έχει εύκαμπτα τα μέλη του σώματός του.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -μελής (< μέλος), πρβλ. πολυ-μελής].