φορειαφόρος

From LSJ
Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασιautomatically do the noble go to the feasts of the noble

Source

German (Pape)

[Seite 1299] ὁ, = φορειοφόρος; richtigere Lesart für φορεαφόρος D. L. 5, 73; Plut. Galb. 25; s. Lob. Phryn. 656.

Greek Monolingual

και φορεαφόρος και φοριοφόρος, ὁ, Α
δούλος που μετέφερε φορτίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φορεῖον / φόριον + -φόρος. Το -α- τών τ. για μετρικούς λόγους].