φρουρώ

From LSJ
Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560

Greek Monolingual

φρουρῶ, -έω, ΝΜΑ φρουρός
1. (αμτβ.) είμαι φρουρός («ἐν Ἐλεφαντίνῃ Πέρσαι φρουρέουσι», Ηρόδ.)
2. (μτβ.) φυλάσσω, υπερασπίζω, προστατεύω κάποιον ή κάτι (α. «ισχυρές δυνάμεις αστυνομικών φρουρούν τις ξένες πρεσβείες» β. «τὴν... Ποτίδαιαν... ἐφρούρουν», Θουκ.)
νεοελλ.
(αμτβ.) στρ. είμαι σκοπός, φυλάγω βάρδια
αρχ.
1. διαφυλάσσω, διατηρώ
2. προσέχω να μην πάθω τίποτε ή να μην κάνω κάτι, φυλάγομαι («ἐφρούρει μηδὲν ἐξαρτεῖν», Ευρ.)
3. φρ. α) «στόμα εὔφημον φρουρῶ» — σιωπώ (Ευρ.)
β) «πέτραν φρουρῶ»
(για τον Προμηθέα) είμαι φρουρός του βράχου (Αισχύλ.).