φρουρώ
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
Greek Monolingual
φρουρῶ, -έω, ΝΜΑ φρουρός
1. (αμτβ.) είμαι φρουρός («ἐν Ἐλεφαντίνῃ Πέρσαι φρουρέουσι», Ηρόδ.)
2. (μτβ.) φυλάσσω, υπερασπίζω, προστατεύω κάποιον ή κάτι (α. «ισχυρές δυνάμεις αστυνομικών φρουρούν τις ξένες πρεσβείες» β. «τὴν... Ποτίδαιαν... ἐφρούρουν», Θουκ.)
νεοελλ.
(αμτβ.) στρ. είμαι σκοπός, φυλάγω βάρδια
αρχ.
1. διαφυλάσσω, διατηρώ
2. προσέχω να μην πάθω τίποτε ή να μην κάνω κάτι, φυλάγομαι («ἐφρούρει μηδὲν ἐξαρτεῖν», Ευρ.)
3. φρ. α) «στόμα εὔφημον φρουρῶ» — σιωπώ (Ευρ.)
β) «πέτραν φρουρῶ»
(για τον Προμηθέα) είμαι φρουρός του βράχου (Αισχύλ.).