φρενοκρατής
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
-ές, Α
(ιδίως για τον έρωτα) αυτός που κυριαρχεί στην σκέψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + -κρατής (< κράτος), πρβλ. ναυ-κρατής, πολυ-κρατής].