φρενοκρατής

From LSJ
Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261

Greek Monolingual

-ές, Α
(ιδίως για τον έρωτα) αυτός που κυριαρχεί στην σκέψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + -κρατής (< κράτος), πρβλ. ναυ-κρατής, πολυ-κρατής].