ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion
το, Ν1. φρύγανο2. είδος αγκαθωτού θάμνου3. (διαλ. τ.) αγκάθι.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cali].