υπόκοσμος

From LSJ
Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ αὐτοφυὲς κρεῖττον τοῦ ἑτεροδιδάκτου → what is inborn is better than what is taught by others

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
το σύνολο τών ανθρώπων που ανήκουν στα κατώτατα, από ηθική άποψη, στρώματα της κοινωνίας, που ζουν στο περιθώριο παρασιτικά ή αναπτύσσοντας εγκληματική δράση, η υποστάθμη, τα κατακάθια, τα αποβράσματα της κοινωνίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + κόσμος.