υπόκοσμος

From LSJ

τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
το σύνολο τών ανθρώπων που ανήκουν στα κατώτατα, από ηθική άποψη, στρώματα της κοινωνίας, που ζουν στο περιθώριο παρασιτικά ή αναπτύσσοντας εγκληματική δράση, η υποστάθμη, τα κατακάθια, τα αποβράσματα της κοινωνίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + κόσμος.