υποπλοίαρχος
From LSJ
νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face
Greek Monolingual
ο, Ν
1. (στο πολεμικό ναυτικό) βαθμός αξιωματικού μεταξύ του ανθυποπλοιάρχου και του πλωτάρχη, που αντιστοιχεί με τον λοχαγό του στρατού ξηράς
2. (στο εμπορικό ναυτικό) ο δεύτερος σε βαθμό και αρμοδιότητες μετά τον πλοίαρχο αξιωματικός εμπορικού πλοίου, που είναι αναπληρωτής του πλοιάρχου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + πλοίαρχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].