συνεχθραίνω

Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

English (LSJ)

= foreg., Plu.2.490f.

Greek (Liddell-Scott)

συνεχθραίνω: τῷ προηγ., τὸ συμφιλεῖν καὶ συνεχθραίρειν Πλούτ. 2. 490F· τινὶ Βασίλ. τ. 2, σ. 708Β.

French (Bailly abrégé)

haïr également.
Étymologie: σύν, ἐχθραίνω.

Greek Monolingual

Α
συνεχθαίρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐχθραίνω «μισώ, εχθρεύομαι»].