σωφρονιστύς

Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

English (LSJ)

ύος, ἡ,

   A = σωφρονισμός, σωφρονιστύος ἕνεκα for the sake of correction, Pl.Lg.934a.

German (Pape)

[Seite 1062] ἡ, ion. statt σωφρόνισις, Plat. Legg. XI, 933 e, σωφρονιστύος ἕνεκα, um zu witzigen und zu bessern.

Greek (Liddell-Scott)

σωφρονιστύς: -ύος, ἡ, = σωφρόνισις, σωφρονιστύος ἕνεκα, χάριν σωφρονισμοῦ, Πλάτ. Νόμ. 933Ε.

Greek Monolingual

-ύος, ἡ, Α
σωφρονισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σωφρονίζω + επίθημα -τύς (πρβλ. κιθαρισ-τύς)].